- ραβδί
- το / ραβδίον, ΝΜΑ, και ραβδίο Ν [ῥάβδος](ως υποκορ. τού ράβδος)1. μικρή ράβδος ή μικρό κλαδί (α. «και στο ραβδίν του ακούμπησε να πει την αλφαβήτα», Κάλανταβ. «Ἑρμῆς δ' ἐπιστὰς τῷ τε ῥαβδίῳ παίων», Βάβρ.)2. (κατ' επέκτ.) καθετί σε σχήμα μικρής ράβδου («ραβδία χρυσού»)νεοελλ.1. κομμάτι ξύλου λεπτό και γερό που χρησιμοποιείται από ανθρώπους μεγάλης ηλικίας ως στήριγμα, ράβδος, μπαστούνι2. (κατ' επέκτ.) α) καθετί που μοιάζει με μπαστούνι και χρησιμοποιείται για χτύπημαβ) ξυλοκόπημα, ραβδισμός («ραβδί που τού χρειάζεται»)3. (στον τ. ραβδίο) (ανατ. -φυσιολ.) φωτοευαίσθητο κύτταρο τού αμφιβληστροειδούς χιτώνα τού ματιού, που μπορεί να υποδεχθεί ασπρόμαυρες εικόνες, δηλαδή βλέπει μόνο εικόνες, όπως τής ασπρόμαυρης τηλεόρασης, ακόμη και στο μισοσκόταδοαρχ.1. μαντική ράβδος2. είδος σιδερένιας καρφίτσας ή αιχμηρό σιδερένιο αντικείμενο χρήσιμο στην εγκαυστική ζωγραφική («ῥαβδίον διάπυρον», Πλούτ.)3. η ράβδος τού διδασκάλου4. το φυτό άλιμος5. στον πληθ. τὰ ῥαβδίαμικροί πλόκαμοι στο στόμα μερικών ψαριών με τους οποίους συλλαμβάνουν άλλα μικρότερα ψάρια («ῥαβδεύεται τοῑς ἐν τῷ στόματι, ἅ καλοῡσιν οἱ ἁλιεῑς ῥαβδία», Αριστοτ.)6. φρ. «ῥαβδία ἀκοντίων»πιθ. τα κοντάρια τών ακοντίων.
Dictionary of Greek. 2013.